χύτρα

χύτρα
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. κύθρη και δωρ. τ. κύθρα και σικελ. τ. κύτρα Α
πήλινο μαγειρικό σκεύος για βράσιμο φαγητού, με δύο συνήθως λαβές, κν. σήμερα τσουκάλι (α. «Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί τού πυρός», Παπαδ.
β. «κυδωνάτον χύτραν», Πρόδρ.
γ. «τὴν χύτραν συντρίψετε», Αριστοφ.)
νεοελλ.
1. μαγειρικό σκεύος από μέταλλο ή άλλο υλικό
2. φρ. α) «χύτρα ταχύτητας» — σκεύος ειδικής κατασκευής, με βαλβίδα, για γρήγορο βράσιμο τών φαγητών
β) «χύτρες γιγάντων»
γεωλ. κυλινδρικές οπές στο πέτρωμα ποτάμιας κοίτης
αρχ.
1. είδος φιλιού, κατά το οποίο ο ένας κρατούσε τον άλλο από τα αφτιά
2. μαύρο ξηρό σύκο
3. (στην Αθήνα) το μέρος όπου πωλούσαν χύτρες
4. στον πληθ. αἱ χύτραι
χύτρες με βρασμένα όσπρια που χρησιμοποιούσαν στην τελετουργία καθιέρωσης αγάλματος ή βωμού («τὰς χύτρας, αἷς τὸν θεόν ἱδρυσόμεθα, λαβοῡσ' ἐπὶ τῆς κεφαλῇς φέρε σεμνῶς», Αριστοφ.)
5. φρ. «χύτραις λημᾱν» — το να έχει κανείς πολύ μεγάλες τσίμπλες στα μάτια του (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χυ- τής μηδενισμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. χέω* + επίθημα -τρα (βλ. και λ. -τρον), πρβλ. ῥή-τρα, φαρέ-τρα. Ο τ. κύθρη με μετάθεση τής δασύτητος τού χ- στο -τ-, ενώ ο τ. κύτρα με αποδάσυνση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • χύτρα — χύτρᾱ , χύτρα earthen pot fem nom/voc/acc dual χύτρᾱ , χύτρα earthen pot fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύτρᾳ — χύτραι , χύτρα earthen pot fem nom/voc pl χύτρᾱͅ , χύτρα earthen pot fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύτρα — η πήλινο ή μετάλλινο μαγειρικό σκεύος, τσουκάλι, τέντζερης: Βράζει το κοτόπουλο στη χύτρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ζεῖ χυτρα, ζεῖ φιλία. — ζεῖ χυτρα, ζεῖ φιλία. См. При пиве, при бражке много братьев …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • χύτρας — χύτρᾱς , χύτρα earthen pot fem acc pl χύτρᾱς , χύτρα earthen pot fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύτραι — χύτρα earthen pot fem nom/voc pl χύτρᾱͅ , χύτρα earthen pot fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύτραν — χύτρᾱν , χύτρα earthen pot fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτρέων — χύτρα earthen pot fem gen pl (epic ionic) χυτρεύς potter masc gen pl χυτρέω̆ν , χυτρεύς potter masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χυτρῶν — χύτρα earthen pot fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χύτραις — χύτρα earthen pot fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”